βιαιοκλώψ

βιαιομάχας

βιαιομαχέω-ῶ
βιαιο·μάχας, α () [μᾰ] qui lutte par la force, vaillant guerrier, Anth. 6, 129 (ms. -μάχος).
Étym. β. μάχομαι.