βιαστής

βιαστικός

βιαστός
βιαστικός, ή, όν :
1 qui contraint, coactif, Plat. Leg. 921e ; Arstt. Mot. an. 10, 4 ||
2 violent, Phil. 2, 28, 31 ; 211, 14 ||
Cp. -ώτερος, Sext. 357.
Sup. -ώτατος, Phil. ll. cc.
Étym. βιάζω.