βιϐλιδάριον

βιϐλίδιον

Βίϐλιθος
βιϐλίδιον, ου (τὸ) tout petit livre, Dém. 1283, 5 ; Pol. 24, 2, 5 ||
E [ῑδ] Anth. 12, 208.
Étym. dim. de βιϐλίς.