Βίϐλινος οἶνος

βιϐλιογραφία

βιϐλιογράφος
βιϐλιογραφία, ας () [ᾰφ] transcription de livres, Diosc. 1, 114 ; DL. 7, 36.
Étym. βιϐλιογράφος.