βιϐλιοφόρος

βιϐλιοφυλάκιον

βιϐλίς
βιϐλιο·φυλάκιον, ου (τὸ) [ῠᾰ] dépôt de livres ou d’écrits, dépôt d’archives, Spt. 1 Esdr. 6, 21, 23.
Étym. β. φυλάσσω.