βιϐλιογράφος

βιϐλιοθήκη

βιϐλιοκάπηλος
βιϐλιο·θήκη, ης ()
1 case pour un livre, Crat. jun. (Poll. 7, 211) ||
2 dépôt de livres, Pol. 12, 27, 4 ; Str. 608 ; Spt. 2 Esdr. 6, 1, etc. ||
E Cf. βυϐλιοθήκη et βιϐλίον, fin.