βικία

βικίον

βῖκος
βικίον, ου (τὸ) [βῑ] petite amphore, Diosc. 2, 96 ; Geop. 10, 69, 1.
Étym. dim. de βῖκος.
βικίον, ου (τὸ) c. βικία, Gal. 6, 332f.