βιοπλανής
βιοπονητικόςβιο·πλανής, ής, ές
[ᾰ]
1 qui cherche sa vie en
errant, vagabond, mendiant, Call.
(Bkk. 1253,
au plur. nomin. βιοπλανές poét.
p. -πλανέες)
||
2 dont la vie est agitée,
inconstant, Nonn. Jo. 195, 7.
Étym.
β. πλανάομαι.
-->