Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
βιοθάλμιος
βιοθανασία
βιοθανατέω-ῶ
βιο·θανασία,
ας
(
ἡ
) [
ᾰνᾰ
] mort violente,
Ptol.
Tetr.
85
.
Étym.
βία, θάνατος
.