βιωτός

βιωφελής

βιωφελῶς
βι·ωφελής, ής, ές, utile à la vie, Luc. Am. 51 ; Ath. 314f ||
Sup. -έστατος, Phil. 1, 389, 628.
Étym. βίος, ὠφελέω.