βλάϐομαι

βλάϐος

βλαϐών
βλάϐος, εος-ους (τὸ) [] c. βλάϐη, Hdt. 1, 9 ; Eur. Her. 255 ; Ion 998 ; Ar. Ran. 1151 ; Plat. Leg. 843c ||
E Sel. Mœr. p. 103, plus att. que βλάϐη.
Étym. Cf. βλάπτω.