βλαδαρός

βλαισόομαι-οῦμαι

βλαισός
βλαισόομαι-οῦμαι (seul. pf. pass.) avoir les pieds tournés en dehors, Arstt. H.A. 2, 1, 11 (3 sg. ἐϐλαίσωται, var. βεϐλ-) ; Gal. 12, 433 (part. βεϐλαισωμένος).
Étym. βλαισός.