βλακεύω

βλακικός

βλακικῶς
βλακικός, ή, όν [] mou, indolent, lâche, Xén. Œc. 8, 17 ; Plat. Rsp. 432d ; Arstt. H.A. 9, 30, 2 ; joint à δειλός, Plat. Pol. 307c ||
Cp. -ώτερος, Plat. Leg. 637b.
Étym. βλάξ.