βλακίστατος

βλακώδης

βλάμμα
βλακώδης, ης, ες [] mou, indolent, lâche, Xén. Eq. 9, 1 ; Luc. etc. ; βλακῶδες βαίνειν, Hld. 4, 7, avoir une démarche indolente ||
Cp. βλακωδέστερος, Xén. l. c.
Étym. βλάξ, -ωδης.