βλαπτήριος

βλαπτικός

βλαπτικῶς
βλαπτικός, ή, όν, nuisible, malfaisant, Arr. Epict. 3, 23, 4 ; Phil. 1, 14 ; βλ. τινος, Str. 707, nuisible à qqn.
Étym. βλάπτω.