βλαστός

βλαστοφυέω-ῶ

βλασφημέω-ῶ
βλαστο·φυέω-ῶ, f. ήσω, pousser des rejetons, Th. C.P. 1, 11, 7.
Étym. βλαστός, -φυης de φύω.