βλέννα

βλέννος

βλεννός
βλέννος, εος-ους (τὸ) humeur visqueuse, Arstt. H.A. 8, 2, 26.
βλέννος, ου () baveuse, poisson appelé aussi βαιών, Opp. H. 1, 109 ; Sophr. (Ath. 288a).