βλεπτέον

βλεπτικός

βλεπτός
βλεπτικός, ή, όν :
1 qui concerne la faculté de voir, Anth. App. 304 ||
2 qui a la vue perçante, Hdn gr. Epim. p. 101 Boissonade (au sup. -ώτατος).
Étym. βλεπτός.