Βόλϐη

βολϐίδιον

βολϐίνη
βολϐίδιον ou βολϐίτιον, ου (τὸ) [ῐδ] petit polype de mer d’une odeur nauséabonde, Hpc. 649, 36 ; 651, 50. Cf. βολϐιτίς, βολϐιτίνη, βολίταινα.
Étym. βολϐός.