βολϐιτόω-ῶ

βολϐοειδής

βολϐοκάστανον
βολϐο·ειδής, ής, ές, c. βολϐώδης, Diosc. 2, 196 ; P. Eg. 7, 249.
Étym. βολϐός, εἶδος.