Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
βομϐυλιάζω
βομϐύλιον
βομϐυλιός
βομϐύλιον,
ου
(
τὸ
)
1
c.
βολϐίδιον,
Gal.
2, 87
||
2
c.
βομϐύλιος,
Clém.
1, 525
.