βομϐηδόν

βομϐήεις

βόμϐησις
βομϐήεις, εσσα, εν :
1 qui bourdonne (abeille), A. Pl. 4, 74 ||
2 qui gronde (flot), Nonn. D. 3, 32.
Étym. βόμϐος.