Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
βοόστολος
βοοσφαγία
βοοτρόφος
βοο·σφαγία,
ion.
-ίη,
ης
(
ἡ
) [
ᾰγ
] égorgement de bœufs,
A. Pl.
101
.
Étym.
βοῦς, σφάζω
;
cf.
βουσφαγέω
.