βόσκημα

βοσκηματώδης

βόσκησις
βοσκηματώδης, ης, ες [] bestial, brutal, joint à θηριώδης, Str. 224 ; M. Ant. 4, 28 ; à ἀναίσθητος, A. Quint. p. 72 ; à ζωώδης, Jambl. Protr. 344.
Étym. βόσκημα.