βουκόλησις

βουκολία

Βουκόλια
βουκολία, ας () troupeau de gros bétail ; Hh. Merc. 498 ; Hés. Th. 445 ; cf. Hdt. 1, 114 (p.-ê. au sens de « étable »).
Étym. βουκόλος.