βουκολιαστάς

βουκολίδης

Βουκολικὸν στόμα
βουκολίδης, ου, épq. αο () le fils de Boukolos, c. à d.
1 Sphélos, Athénien, Il. 15, 338 ||
2 Euphorbos, Orph. Lith. 457.
Étym. Βουκόλος.