Βοῦκος

βουκράνιον

βούκρανον
βου·κράνιον, ου (τὸ) [] tête de bœuf :
1 sorte de plante, Diosc. 4, 185 ; Gal. 2, 85c ||
2 instrument de chirurgie, Orib. 729 Mai.
Étym. βοῦς, κρ.