βούκρανον

βούκρανος

βουκτασία
βού·κρανος, ος, ον [] à tête de bœuf, Empéd. (El. N.A. 16, 29) ; Plut. M. 358d.
Étym. βοῦς, *κρᾶνον, κάρηνον.