βουλιμίασις

βουλιμιάω-ῶ

βουλιμιώδης
βουλιμιάω-ῶ, f. άσω [λῑ] souffrir de boulimie, Xén. An. 4, 5, 7 ; Ar. Pl. 873.
Étym. βουλιμία.