βουλιμιώδης

βούλιμος

βουλιμώδης
βού·λιμος, ου () []
1 c. βουλιμία, Erasistr. (A. Gell. 16, 3) ; Plut. M. 693f ||
2 qui souffre d’une faim dévorante, Alex. (Ath. 164d).
Étym. βου-, λιμός.