Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
βουλύσιος ὥρη
βούλυσις
βουλυτόνδε
βού·λυσις,
εως
(
ἡ
) [
ῠ
]
c.
βουλυτός,
Cic.
Att.
15, 27, 3
.
Étym.
βοῦς, λύσις
.