βουλυτόνδε

βουλυτός

βούμασθος
βου·λυτός, οῦ () [] (s. e. καιρός) heure où l’on dételle les bœufs, soir, Ar. Av. 1500 ; A. Rh. 3, 1342 ; Luc. Cat. 1.
Étym. βοῦς, λύω.