βουνοϐατέω-ῶ

βουνοειδής

βουνομέω-ῶ
βουνο·ειδής, ής, ές, semblable à une colline, montueux, DS. 5, 40 ; Plut. Thes. 36.
Étym. βουνός, εἶδος.