Βουονόμαι

βούπαις

Βουπάλειος
βού·παις, -παιδος (), jeune garçon, Eup. (Poll. 2, 9) ; Ar. Vesp. 1206.
Étym. βου-, παῖς.
βού·παις, -παιδος (ὁ, ἡ) né d’un bœuf, Anth. 7, 36.
Étym. βοῦς, παῖς.