βουτύρινος

βούτυρον

βούτυρος
βού·τυρον, ου (τὸ) []
1 beurre, Hpc. 508, 46 ; Diosc. 2, 81 ||
2 sorte d’onguent, Plut. M. 1109b.
Étym. βοῦς, τυρός.