βουζύγια

βουζύγιος

βουθερής
βου·ζύγιος, ος, ον, qui concerne l’attelage des bœufs, Clém. Pæd. 2, 139 ; subst. ὁ βουζύγιος (s. e. ἄροτος), Plut. M. 144a, c. τὰ Βουζύγια.