βραϐεία

βραϐεῖον

βραϐεύς
βραϐεῖον, ου (τὸ) [] prix du combat, NT. 1 Cor. 9, 24 ||
E Ion. βραϐήϊον, Opp. C. 4, 197.
Étym. βραϐεύω.