βραχυφωνία

βραχυχρόνιος

βραχύωτος
βραχυ·χρόνιος, ος, ον [] de peu de durée, Plat. Tim. 75b ; τὸ βρ. Plut. M. 107a, courte durée.
Étym. βρ. χρόνος.