βραχυλογητέον

βραχυλογία

βραχυλόγος
βραχυλογία, ας () [ᾰῠ] brièveté dans le discours ou le style, Plat. Gorg. 449c ; Phædr. 269a ; Plut. M. 153e, etc. ||
E Ion. -ίη, Hpc. 24, 43.
Étym. βραχυλόγος.