βραχυσίδηρος

βραχυσκελής

βραχύσκιος
βραχυ·σκελής, ής, ές [] qui a les jambes courtes, Arstt. P.A. 4, 12, 1 ; Gal. 4, 343 ; Geop. 19, 6.
Étym. βρ. σκέλος.