βραχύς

βραχύσημος

βραχυσίδηρος
βραχύ·σημος, ος, ον [ᾰῠ] seul. cp. βραχυσημότερος, qui marque des temps peu nombreux, t. de pros. A. Quint. p. 53.
Étym. βρ. σῆμα.