βράδος

βραδυϐάμων

βραδυϐουλία
βραδυ·ϐάμων, ων, ον, gén. ονος [ᾰῠᾱ] à la démarche lente, Arstt. Physiogn. 6, 44.
Étym. βραδύς, βαίνω.