βραδύγαμος

βραδύγλωσσος

βραδυγνώμων
βραδύ·γλωσσος, ος, ον [] à la parole lente, Spt. Ex. 4, 10 ; Luc. Philopatr. 13.
Étym. βρ. γλῶσσα.