βραδυπεψία

βραδυπλοέω-οῶ

βραδύπνοος
βραδυ·πλοέω-οῶ, f. οήσω [ᾰῠ] naviguer lentement, NT. Ap. 27, 7 ; Artém. 344 Reiff.
Étym. βρ. πλόος.