βραδύπορος

βραδύπους

βραδύς
βραδύ·πους, ους, ουν, gén. -ποδος [ᾰῠ] au pied lent, à la démarche lente, Eur. Hec. 66 ; Anth. 9, 301, 310 ; 10, 37.
Étym. βρ. πούς.