βρῶμος

βρωμώδης

βρώξω
βρωμώδης, ης, ες, puant, infect, Str. 246 ; Diosc. 1, 6, 7, 10, etc. ; Xénocr. Al. 8, 17, 49 ; Gal. 2, 254 f, etc. (βρῶμος 2, -ωδης).