Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
βυκανισμός
βυκανιστής
βυκίον
βυκανιστής,
οῦ
(
ὁ
) [
ῠᾰ
]
c.
βυκανητής,
Pol.
30, 13, 11 ;
DH.
4, 18
.
Étym.
βυκανίζω
.