βυρσοδεψέω-ῶ

βυρσοδέψης

βυρσοδεψικός
βυρσο·δέψης, ου () corroyeur, tanneur, Ar. Eq. 44, 447 ; Nub. 581 : Plat. Conv. 221e.
Étym. βύρσα, δέψω.