βυρσοπαγής

βυρσοπαφλαγών

βυρσοποιός
βυρσο·παφλαγών, όνος () [ᾰᾰ] le tanneur paphlagonien, sobriquet du démagogue Cléon (v. βυρσαίετος et βυρσίνη) Ar. Eq. 47.
Étym. βύρσα, Π.