βῆμα

βηματίζω

βηματιστής
βηματίζω, f. ίσω [μᾰ]
1 marcher, Es. 322 b Halm ||
2 mesurer par le nombre de pas, arpenter, Pol. 3, 39, 8 ; Str. 322.
Étym. βῆμα.